Φθινόπωρο με τοκογλυφικά επιτόκια δανεισμού!
13/8/10
Ο διοικητής της ATEbank, κ. Θ. Πανταλάκης, είναι ο βασικός εισηγητής της πρότασης για μια «νέα Εθνική Τράπεζα», που θα δημιουργηθεί από τη συγχώνευση της ΑΤΕ, του Τ.Τ., του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων και της Τράπεζας Αττικής, για να προσφέρει -υποτίθεται- τη ρευστότητα με ανεκτό κόστος που χρειάζονται αυτή την περίοδο οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Όμως, ο ίδιος ο κ. Πανταλάκης σπεύδει πρώτος να επιβάλλει αυξήσεις στα επιτόκια χορηγήσεων
ο κ. Θεώδορος Πανταλάκης , που προοιωνίζονται ένα ακόμη δυσκολότερο φθινόπωρο για τους δανειολήπτες, με τοκογλυφικά επιτόκια δανεισμού!
Η ΑΤΕ επέλεξε τις ημέρες των διακοπών του Αυγούστου για να ανακοινώσει μια τεράστια αναπροσαρμογή του βασικού κυμαινόμενου επιτοκίου βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων χορηγήσεων, κάτω από το οποίο δεν μπορεί να πέσει οποιαδήποτε χορήγηση δανείου της κρατικής τράπεζας.
Το βασικό επιτόκιο αναπροσαρμόσθηκε σχεδόν κατά 1%, από 6,55% σε 7,50% και θα ισχύσει από την Δευτέρα, 16 Αυγούστου, ανοίγοντας ένα νέο κύκλο εξοντωτικής αύξησης του κόστους δανεισμού για ελληνικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Για αυτή την αύξηση επιτοκίων, η Αγροτική, όπως και άλλες τράπεζες που θα την ακολουθήσουν, έχουν αρκετές δικαιολογίες: οι «ισχυρές» ελληνικές τράπεζες παραμένουν αποκομμένες από τη διατραπεζική και εξαρτημένες απόλυτα από τις χρηματοδοτήσεις της ΕΚΤ.
Ακόμη και από την «γενναιόδωρη» ΕΚΤ, όμως, οι τράπεζες δυσκολεύονται πλέον να δανεισθούν, αφού έχουν ήδη δεσμεύσει μεγάλο μέρος του ενεργητικού τους (αποδεκτούς τίτλους αξίας 130 δις. ευρώ τον Ιούνιο) για αναχρηματοδότηση και η «λίμνη» των αποδεκτών καλυμμάτων έχει σχεδόν στερέψει, ιδιαίτερα μετά τα τελευταία «τσεκουρώματα» αξιολογήσεων από τους διεθνείς οίκους. Γι αυτό, άλλωστε, το υπουργείο Οικονομικών σπεύδει να προσφέρει εγγυήσεις άλλων 25 δις. ευρώ για έκδοση τραπεζικών τίτλων, που θα δεσμευθούν στην ΕΚΤ μέσα στο φθινόπωρο για την άντληση πρόσθετης ρευστότητας.
Την ίδια στιγμή, η πολιτική της ΕΚΤ να περιορίσει σταδιακά τις «ενέσεις» ρευστότητας στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, αλλά και η πλήρης αναξιοπιστία των πρόσφατων ευρωπαϊκών τεστ αντοχής, έχουν ανεβάσει πάνω και από το 0,9% το Euriborτριμήνου, στα υψηλότερα επίπεδα από τον Ιούλιο του 2009 και πολύ πάνω από το 0,7% των αρχών του έτους.
Αυτό επιβαρύνει σοβαρά το κόστος άντλησης ρευστότητας από τις ελληνικές τράπεζες που έχουν ακόμη αποθέματα ποιοτικών στοιχείων ενεργητικού για να εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα.
Σε όλα αυτά τα προβλήματα θα πρέπει να προστεθεί η συνεχιζόμενη αδυναμία των ελληνικών τραπεζών στο σκέλος των καταθέσεων. Τα 25 δις. ευρώ που έφυγαν εκτός συστήματος για πολλούς λόγους τους τελευταίους μήνες δεν φαίνεται πιθανό να επαναπατριστούν σε σημαντικό ποσοστό μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου, οπότε και λήγει η προθεσμία εφαρμογής των ευνοϊκών ρυθμίσεων επαναπατρισμού κεφαλαίων, η οποία καθιερώθηκε με το τελευταίο φορολογικό νομοσχέδιο.
Όμως, ακόμη σε αυτές τις ακραίες συνθήκες πίεσης που διαμορφώνονται για το τραπεζικό σύστημα, τα επιτόκια δανεισμού έχουν ανεβεί σε επίπεδα εντελώς αδικαιολόγητα και ουσιαστικά ο μόνος στόχος που εξυπηρετούν είναι να κλείσουν εντελώς τις πόρτες των τραπεζών για τους επίδοξους δανειολήπτες, επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα, καθώς οι τράπεζες στην πραγματικότητα αυτή την περίοδο θέλουν να ασχοληθούν μόνο με τον περιορισμό των κινδύνων στα χαρτοφυλάκιά τους και αρνούνται να αναλάβουν νέα ρίσκα χρηματοδότησης.
Όταν το βασικό επιτόκιο χορηγήσεων, επί του οποίου προστίθενται σημαντικά «καπέλα» ανάλογα με το είδος δανείου και τη φερεγγυότητα του δανειολήπτη, διαμορφώνεται στις 7,5 μονάδες, αυτονόητο είναι ότι ελάχιστες ελληνικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά μπορούν να αντέξουν στην εξυπηρέτηση ενός νέου δανείου. Αν συνεκτιμηθεί και η εξαιρετικά αυστηρή πολιτική εγκρίσεων που ακολουθούν οι ελληνικές τράπεζες, μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητό γιατί ήδη ο 12μηνος ρυθμός πιστωτικής επέκτασης έχει πέσει στο 2,5%, με την προοπτική ακόμη και να εκμηδενισθεί ως το τέλος του χρόνου, μετατρέποντας το τραπεζικό σύστημα από χορηγό ρευστότητας σε… χοάνη απορρόφησης της ρευστότητας του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.
Σύμφωνα με πληροφορίες του ?B?, στον ίδιο δρόμο που ήδη κινείται η προβληματική Αγροτική Τράπεζα, η μοναδική ελληνική τράπεζα που απέτυχε ακόμη και στα «χαλαρά» τεστ αντοχής των ευρωπαϊκών αρχών, θα κινηθούν και οι άλλες ελληνικές τράπεζες, επιβάλλοντας αυξήσεις στα κόστη δανεισμού, που ακόμη και αν δεν έχουν την ίδια ένταση με αυτές που επέβαλε η ΑΤΕ, θα είναι πάντως αρκετά «τσουχτερές» για τους υποψήφιους δανειολήπτες.
Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι αυτές οι αυξήσεις έρχονται να προστεθούν στα ήδη μεγάλα «καπέλα» που επέβαλαν οι τράπεζες ήδη από τον Ιούνιο. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η αύξηση επιτοκίων στα επιχειρηματικά δάνεια οδήγησε το βασικό κυμαινόμενο επιτόκιο για δάνεια έως 1 εκατ. ευρώ στο 5,90% από 5,56%, ενώ το σταθερό επιτόκιο έως 5 χρόνια αυξήθηκε στο 8,30% από 6,03% και το σταθερό επιτόκιο διάρκειας άνω των 5 ετών εκτινάχθηκε κατά τρεις μονάδες, στο 9,02%.
Τα ευρωπαϊκά επιτόκια δανεισμού στις ίδιες κατηγορίες δανείων διαμορφώθηκαν τον ίδιο μήνα στο 3,25%, 4,10% και 3,81%, αντίστοιχα, δηλαδή τα ελληνικά επιτόκια είναι έως και 2,4 φορές μεγαλύτερα από τα ευρωπαϊκά.
Στα καταναλωτικά δάνεια, το «καπέλο» σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα ήταν επίσης εξοντωτικό (1,83%) και το βασικό κυμαινόμενο επιτόκιο έγινε διψήφιο (10,31%).
Βαριά ευθύνη για τη διαμόρφωση του κόστους δανεισμού σε απαγορευτικά υψηλά επίπεδα έχει, βεβαίως, το υπουργείο Οικονομικών, που συστηματικά αποφεύγει να ασκήσει οποιαδήποτε πίεση στους τραπεζίτες για περισσότερα και φθηνότερα δάνεια, παρότι έχει μετατραπεί σε σπόνσορα του τραπεζικού συστήματος, με συνεχείς χορηγήσεις ενισχύσεων ρευστότητας (κυρίως κρατικές εγγυήσεις δανεισμού, που μόνο φέτος θα φθάσουν τα 40 δις. ευρώ). Έναντι των ενισχύσεων αυτών, το Δημόσιο έχει τοποθετήσει «διακοσμητικούς», όπως φαίνεται, εκπροσώπους στα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών, ενώ το συμβούλιο εποπτείας των τραπεζών, που δημιουργήθηκε με νόμο του Γ. Αλογοσκούφη, όταν χορηγήθηκαν οι πρώτες ενισχύσεις των 28 δις. ευρώ δεν συνεδριάζει ούτε μια φορά το μήνα, όπως προέβλεπε ο νόμος.
Με απλά λόγια, το υπουργείο Οικονομικών ενισχύει χωρίς όρια τις τράπεζες από το υστέρημα των φορολογουμένων και αυτές οι συνεχείς «αιμοδοσίες» ήταν ένας από τους λόγους που οδήγησαν τις αγορές στον αποκλεισμό της χώρας, με τη διαμόρφωση εξωφρενικά υψηλού κόστους δανεισμού για το Δημόσιο, που υποχρέωσε την κυβέρνηση να προσφύγει στη διεθνή στήριξη.
Όμως, ενώ αυτές οι ενισχύσεις παρέχονται, όπως επαναλαμβάνουν συχνά τα κυβερνητικά στελέχη, προκειμένου να ενισχυθούν οι ροές πιστώσεων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, το υπουργείο Οικονομικών παρακολουθεί με απάθεια τις συνεχείς τοκογλυφικές αναπροσαρμογές των επιτοκίων δανεισμού και το κλείσιμο της στρόφιγγας των χορηγήσεων, συμβάλλοντας έτσι καθοριστικά στη δημιουργία ενός φαύλου κύκλου πιστωτικής ασφυξίας και ύφεσης, από τον οποίο η οικονομία θα αργήσει πολύ να βγει.