free@agorapress.gr

Επικοινωνήστε μαζί μας

22860 83756

Τηλεφωνήστε μας

Καταγγελία εις βάρος της Αγροτικής Τράπεζας στο Ρέθυμνο

Facebook
Twitter
LinkedIn
Reddit
Telegram
Email
Χρόνος Ανάγνωσης: 8 λεπτά

Καταγγελία εις βάρος της Αγροτικής Τράπεζας στο Ρέθυμνο

Τόκοι τόκων… και τοκοχρεολύσια!!!

Το ποσό των 50.144,45 ευρώ φαίνεται να οφείλει στην Αγροτική Τράπεζα της
Επιμέλεια:
Ελπίδα
Δημακοπούλου
  Ελλάδος ένας αγρότης από τα Λιβάδια ο οποίος όμως, όπως υποστηρίζει βάση στοιχείων που παραθέτει στην παρακάτω διαμαρτυρία, θα έπρεπε κανονικά να οφείλει πολύ μικρότερο ποσό.
Δημοσιεύουμε τα κατωτέρω με κάθε επιφύλαξη εφόσον τα στοιχεία έχουν προκύψει μονομερώς από το καταγγέλοντα και δεν έχουμε την άποψη της τραπέζης επ αυτού.
 

Παρακάτω ακολουθεί το κείμενο της διαμαρτυρίας:
«Tο έτος 1993 έλαβα, από το υποκατάστημα της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, τα εξής δάνεια:

  1. Την 12/04/1993 μου χορηγήθηκε με βάση τη με αριθμό 34/05.04.93 σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό λογαριασμό, μεσοπρόθεσμο έντοκο δάνειο, ύψους 990.000 δρχ. (2.905,45 Ευρώ), διάρκειας 20 ετών, με λήξη το 2013, με επιτόκιο 9,75% και με εξόφληση σε ετήσιες τοκοχρεωλυτικές δόσεις.
  2. Την 16/11/1993 και σε εκτέλεση της με αριθμό 89/15.11.1993 παροχής πίστωσης, έλαβα το συνολικό ποσό των 9.000.000 δρχ. Εκ του προαναφερθέντος ποσού, το ποσό των 1.500.000 δρχ, (4.402,05 Ευρώ) αφορούσε κατασκευή αποθήκης, διάρκειας 7 ετών, με επιτόκιο 23,25, ενώ το ποσό των 7.500.000 δρχ. (22.010,27 Ευρώ) αφορούσε δάνειο έναντι επιχορήγησης, διάρκειας 3 ετών, με επιτόκιο 25,25%.
  3.  Την 26/7/1993 μου χορηγήθηκε βραχυπρόθεσμο κτηνοτροφικό δάνειο, με βάση τη με αριθμό 20/1.12.1990 σύμβαση, ύψους 200.000 δρχ (586,94 Ευρώ), διάρκειας 8 μηνών.

Για οικογενειακούς λόγους, δεν είχα τη δυνατότητα καταβολής των δόσεων των ως άνω δανείων για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Αποτέλεσμα της ως άνω δυσχέρειας μου ήταν η μη εμπρόθεσμη πληρωμή κάποιων δόσεων. Θέλοντας για το λόγο αυτό να πληροφορηθώ για την εξέλιξη των τόκων και των χρεώσεων επί των δανείων μου, ήδη από τα μέσα του έτους 1999, με πρόθεση να προβώ σε σχετικές καταβολές, ξεκίνησα να ζητώ επανειλημμένως από το υποκατάστημά της ως άνω Τράπεζας, με σχετικές έγγραφες και προφορικές αιτήσεις μου, την παροχή αναλυτικών στοιχείων αναφορικά στην χρεοπιστωτική εξέλιξη των δανείων μου (ενδεικτικά αναφέρω τις από 27/07/99, 16/06/2000, 12/01/2004, 27/09/2004 αιτήσεις μου καθώς και την από 16.03.2004 εξώδικη δήλωση - πρόσκλησή του δικηγόρου Νικολάου Κοτζαμπασάκη), με σκοπό τον έλεγχο τους από την πλευρά μου και την αποπληρωμή τους.

Στο σημείο αυτό γίνεται μνεία και της με αριθμό πρωτ. 001223/26.09.2000 απάντησης του ως άνω υποκαταστήματος, στην από 16.06.2000 αίτησή μου, σχετικά με το ύψος των οφειλών μου οι οποίες θα ήταν δυνατό να ενταχθούν στο άρθρο 30 του Ν 2789/2000, στην οποία σε αντίθεση με τις υπαγορεύσεις του ως άνω νόμου περί χορήγησης στον αιτούντα δανειολήπτη «..αντίγραφο του φακέλου του δανείου του και λεπτομερή κατάσταση περιέχουσα όλες τις επί μέρους χρεοπιστωτικές πράξεις και σημειώσεις και την εν γένει εξέλιξη του χρέους του», αναφέρονται τα εξής: «..β. Η συνολική οφειλή σας σε περίπτωση υπαγωγής σας στη ρύθμιση της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 2789/2000 θα ανέρχεται σήμερα στο ποσό των ..δρχ. (κεφάλαιο- τόκοι..)», ενώ σε σχετική χειρόγραφη παραπομπή «..Το προαναφερόμενο ποσό είναι αρκετά μεγαλύτερο από το υφιστάμενο χρέος δρχ.. και επομένως η ρύθμιση των οφειλών σας με βάση τον προαναφερόμενο νόμο δεν κρίνεται προς το συμφέρον σας».

Στη συνέχεια και κατά το ίδιο χρονικό διάστημα (16.10.2000) κατέθεσα στην τράπεζά το ποσό των 287.500 δρχ. ως δόση για το δάνειο που αφορούσε στην επιδότηση από τη Δ/νση Γεωργίας. Όμως στην σχετική απόδειξη που έλαβα αναφέρεται ως αιτιολογία κατάθεσης επί λέξει το εξής: «έναντι ρύθμισ. ΑΚ 23/2166». Σε σχετική αντίρρησή μου για την αναφερόμενη αιτιολογία καθώς και στο σχετικό αίτημα μου για ενημέρωσή ως προς το σε τι ακριβώς αναφερόταν αυτή, ούτε τότε ούτε σήμερα έχω καταφέρει να τύχω απάντησης, η οποία θα κάλυπτε τις ως άνω απορίες μου.

Αποτέλεσμα της συνεχούς άρνησης της Τράπεζάς να μου παραθέσει αναλυτικά στοιχεία για το ύψος των οφειλών μου, πέραν της ζημίας που μου προκάλεσε και συνεχίζει να μου προκαλεί, μου έδωσε το δικαίωμα να διατηρήσω και να διατηρώ βάσιμες αμφιβολίες και δυσπιστία ως προς τον τρόπο διαμόρφωσης και υπολογισμού του ύψους αυτών. Για το λόγο αυτό μετά την ψήφιση του Ν. 3259/2004 ανέθεσα σε οικονομολόγο να προβεί σε σχετική ανάλυση της χρεοπιστωτικής εξέλιξης των ληφθέντων από εμένα δανείων, οπότε και ανακάλυψα ότι υπήρχαν λάθη στους υπολογισμούς τόσο των τόκων, όσο και των καταθέσεών μου. Ενδεικτικά εκ των ως άνω υπολογισμών του οικονομολόγου αναφέρω τα εξής:

Αναφορικά στο δάνειο των 7.500.000 δρχ. (22.010,27 Ευρώ) που έλαβα έναντι επιχορήγησης, με βάση την με αριθμό 89/15.11.93 σύμβαση, διάρκειας 3 ετών, με επιτόκιο 25,25%: Το ανωτέρω δάνειο αφορά σε χρηματοδότηση για ανέγερση ενοικιαζόμενων δωματίων με εκχώρηση της επιχορήγησης μέσω της 89/15.11.93 σύμβασης δανείου συνολικού ύψους 9.000.000 δρχ.

Για το ανωτέρω δάνειο η σύμβαση προβλέπει 3 ετήσιες τοκοχρεολυτικές δόσεις υπολογιζόμενες την 30η Σεπτεμβρίου κάθε επόμενου έτους με πρώτη δόση την 30/09/94. Την 30/09/94 οι τόκοι που έπρεπε να καταλογισθούν σύμφωνα με τον πίνακα των εκταμιεύσεων και με το επιτόκιο 25,25% έπρεπε να είναι 1.218.742 δρχ. Την 9/9/94 η Τράπεζα εισέπραξε ποσό 1.836.260 δρχ που αφορούσε επιχορήγηση από την Δ/νση Γεωργίας. Σύμφωνα με την 26/10/99 επιστολή της, η Τράπεζά βεβαιώνει ότι το παραπάνω ποσό που εισέπραξε εξόφλησε τόκους συνολικού ύψους 1.418.404 δρχ, που αφορούσαν τη συγκεκριμένη υπομερίδα δανείου και μείωσε το κεφάλαιο κατά το ποσό των 354.596 δρχ. Έτσι το υπόλοιπο του κεφαλαίου την 9/9/94 διαμορφώνεται στα 7.145.404 δρχ., ενώ σύμφωνα με τους υπολογισμούς του οικονομολόγου, όπως αναλύθηκαν στον ως άνω πίνακα, η Τράπεζα έπρεπε να υπολογίσει τόκους 1.218.742 δρχ. και να μειώσει το κεφάλαιο κατά το ποσό των 617.258 δρχ. (1.836.000 - 1.218.742 τόκοι) και το υπόλοιπο του κεφαλαίου να διαμορφωθεί στο ποσό των 6.882.742 δρχ.

Κατόπιν τούτου, επέδωσα (16.03.2004) σχετική εξώδικη δήλωση – πρόσκληση (όπως προανέφερα) με την οποία καλούσα την Τράπεζα να μου χορηγήσει γραπτή αναλυτική κατάσταση των δανείων μου. Σε απάντηση αυτής κατόπιν και των επίμονων οχλήσεών μου, για την παροχή ακριβών στοιχείων, μου εγχείρισαν για πρώτη φορά την από 6/11/2000 πρόσθετη πράξη ρύθμισης οφειλών μου, την οποία ουδέποτε γνώριζα μέχρι τότε και ουδέποτε είχα συνομολογήσει με την τράπεζά παρόλο που φέρει την υπογραφή μου!! Έκτοτε, όπως ήταν φυσικό οι αμφιβολίες μου, ως προς την διαχείριση των θεμάτων των δανείων μου από την Τράπεζα, έγινε εντονότερη και θέλοντας να κλείσω το θέμα, προέβη σε προφορική πρόταση προς τον τότε Δ/ντή του υποκαταστήματός της Τράπεζας, για εξωδικαστική επίλυση του όλου θέματος προσφέροντας του το ποσό των 2.900,00 Ευρώ προς άμεση και εφάπαξ αποπληρωμή του δανείου που αφορούσε στην επιδότηση από τη Δ/νση Γεωργίας, αρχικού ύψους 7.500.000 δραχμών και την υπαγωγή των λοιπών δανείων μου στις ρυθμίσεις του Ν. 3259/2004. Η άρνησή του ήταν έντονη και η συμπεριφορά του προσβλητική στο πρόσωπό μου.

    Συνέχισα έκτοτε με προφορικές και έγγραφες αιτήσεις μου, να ζητώ  την αναλυτική ενημέρωσή μου, ως προς το ποιες ρυθμίσεις έχουν εφαρμοστεί επί των οφειλών μου, προς την ως άνω τράπεζά και με ποιο τρόπο έχουν γίνει οι σχετικοί υπολογισμοί. Σε σχετικές απαντήσεις που έχω λάβει, παρ όλη την ασάφεια που αυτές εμφανίζουν, έχω κατά καιρούς υποβάλλει προφορικά τις αντιρρήσεις μου. Ενδεικτικά αναφέρω ότι ως προς την επιστολή της ως άνω τράπεζας  με αριθμ. Πρωτ. 1819/22.11.2004 σε απάντηση της από 27/09/2004 επιστολής μου σχετικά με το ύψος των οφειλών μου, έχω εκφράσει την αντίρρησή μου ως προς τον τρόπο που έχει υπολογιστεί η ένταξη στις ρυθμίσεις του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004 των δανείων, τα οποία λόγω της φύσης τους ως βραχυπρόθεσμα (δάνειο ύψους 200.000 δρχ και 7.500.000 δρχ), είχαν λάβει τη μορφή αλληλόχρεου λογαριασμού. Αποτέλεσμα των ως άνω είναι ότι η βάση υπολογισμού, για την ένταξή τους, στις διατάξεις του ως άνω αναφερόμενου άρθρου, έπρεπε να είναι το ποσό της οφειλής όπως αυτή είχε διαμορφωθεί κατά την τελευταία εκταμίευση και όχι το ληφθέν κεφάλαιο, όπως εμφανίζεται στην ως άνω επιστολή.  

Με βάση τα ως άνω αναφερόμενα καθίσταται σαφές ότι οι απαντήσεις που λάμβανα από την ως άνω τράπεζα, ήταν πάντα ελλιπείς, ενώ με βάση την εθνική νομοθεσία και την ανάγκη εναρμόνισής της με την κοινοτική (ΠΔ/ΤΕ 1969/8.8.1991 που συμπληρώθηκε με την απόφαση ΕΝ/ΠΘ/ΤΕ 524/8.4.93 και την Υπουργική απόφαση Φ1-983/7.21/3/91, προς εναρμόνιση με την οδηγία 87/102/ΕΟΚ/22.12.86, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 90/88/ΕΟΚ/22.2.90), τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να παραθέτουν και να χορηγούν στους δανειοδοτούμενους πελάτες τους, όλα τα στοιχεία που αφορούν στα δάνειά τους, με τρόπο αναλυτικό και απόλυτα σαφή. Αντίθετα οι έγγραφες απαντήσεις του ως άνω υποκαταστήματος ανέφεραν μόνο τα υπόλοιπα και ληξιπρόθεσμα των δανείων μου, ενώ στερούντο πάντα οποιασδήποτε ανάλυσης με αποτέλεσμα να μην έχω τη δυνατότητα να ελέγξω το βάσιμο των πιστοχρεώσεων, την πορεία των επιτοκίων και φυσικά να μην μπορώ αν δεν συμφωνούσα να αμφισβητήσω αυτές με ανταπόδειξη ή/και έγγραφες αποδείξεις που είχα στα χέρια μου. Για το λόγο αυτό ανέφερα εγγράφως και προφορικώς συνεχώς το ως άνω θέμα για μεγάλο διάστημα στο ως άνω υποκατάστημα και ζητούσα επιμόνως ανάλυση των λογαριασμών των δανείων μου, χωρίς αποτέλεσμα.

     Τον Οκτώβριο του έτους 2007  αναγκάστηκα να αποστείλω σχετική αίτηση και προς το κεντρικό κατάστημά της ως άνω τράπεζάς και συγκεκριμένα προς το Τμήμα Αντιμετώπισης Προβλημάτων πελατείας της Υποδιεύθυνσης επικοινωνίας της Δ/νσης Διοίκησης, κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας, επί της οποίας έλαβα, στις 5/01/07, την με αριθμό πρωτ. 32, απαντητική επιστολή. 

     Η ως άνω επιστολή, ενώ θα έπρεπε, σύμφωνα με το σχετικό προς τούτο αίτημά μου, να περιέχει διευκρινίσεις και σαφή ανάλυση του ύψους των οφειλών μου, παραθέτοντας ταυτόχρονα και τον τρόπο διαμόρφωσης και υπολογισμού αυτών, καθ?όλο το χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει από τη λήψη τους, αντίθετα χαρακτηρίζεται από ασάφεια και αοριστία καθιστώντας  αδύνατη από την πλευρά μου (για άλλη μία φορά) την εξαγωγή των οποιωνδήποτε συμπερασμάτων. Θα ήταν πραγματικά δύσκολο να υποστηριχθεί ότι από το περιεχόμενο της ως άνω απαντητικής επιστολής, είναι δυνατό, ο οποιοσδήποτε δανειολήπτης, διαθέτοντας τη μέση αντίληψη, να καταλάβει τον τρόπο υπολογισμού του ύψους της οφειλής του, της οποίας η ανάλυση εξαντλείται με την κοινοποίηση τριών εκτυπώσεων πρόβλεψης εξόφλησης με λογιστικό 21-12-2006 – πόσο μάλλον να ελέγξει την ακρίβεια των ως άνω υπολογισμών και να εξαγάγει με βεβαιότητα συμπεράσματα για αυτούς ή να υποβάλει τυχόν αντιρρήσεις.

Όπως αντιλαμβάνεστε έχω υποστεί μία ατέρμονη ταλαιπωρία στην προσπάθειά μου, να λάβω αναλυτικά, πλήρη και αξιόπιστα στοιχεία ως προς τα ληφθέντα από εμένα δάνεια από την τράπεζά σας, προκειμένου να προβώ σε καλόπιστη εξόφληση αυτών.   

Τον Μάιο του 2007 προσπάθησα και πάλι να βρεθεί μία λύση στο όλο θέμα, καταθέτοντας σχετικό εξώδικο, με το οποίο καλούσα την ως άνω τράπεζα για άλλη μία φορά να μου παραθέσει ακριβή στοιχεία για τον τρόπο υπολογισμού των οφειλών μου. Στη συνέχεια υπέβαλλα επιστολή με πρόταση για εξωδικαστική επίλυση των οφειλών μου επί της οποίας έλαβα απάντηση μετά από πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και με την οποία με ενημέρωναν ότι λόγω του ότι τα δάνεια που έχω λάβει καλύπτονται από επαρκείς διασφαλίσεις δεν είναι δυνατή η εξωδικαστική επίλυση, ενώ παράλληλα με καλούσαν να υποβάλω αίτημα ρύθμισης των οφειλών μου όπως και έκανα.

Επί της ως άνω αίτησής μου έλαβα απάντηση με την οποία με ενημέρωναν ότι το σύνολο της προς ρύθμιση οφειλής μου ανέρχεται στο ποσό των 50.144,45.

Επειδή για άλλη μία φορά η ως άνω τράπεζα δεν με εντάσσει στις διατάξεις του Ν. 3259/2004 και ειδικότερα στο άρθρο 39 αυτού, δεν έχω αποδεχτεί την ως άνω ρύθμιση. Με βάση την ως άνω διάταξη και εκ του γεγονότος ότι είμαι κατά κύριο επάγγελμα αγρότης και άρα εφαρμόζεται στην περίπτωσή μου η περίπτωση 5, σύμφωνα με την οποία «προκειμένου περί οφειλών κατά κύριο επάγγελμα αγροτών σχετικών με την επαγγελματική τους αυτή δραστηριότητα, που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, όπως ισχύει, το συνολικό ύψος τους δεν δύναται να υπερβαίνει το διπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών το διπλάσιο του ποσού της οφειλής, όπως διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση…».

 

Περισσότερες Δημοσιεύσεις

Κύλιση στην κορυφή